Ο μονήρης όζος, αφορά μια καλώς περιγεγραμμένη διόγκωση, που ψηλαφίζεται στην πρόσθια επιφάνεια του τραχήλου στην ανατομική θέση του θυρεοειδούς αδένος. Λόγω της επιφανειακής ανατομικής του θέσης και της εύκολης και προσιτής προσπέλασής του, η ανακάλυψη ενός όζου στο θυρεοειδή αδένα θεωρείται εύκολη υπόθεση και η καθυστέρηση στην εκτίμηση και στη διερεύνησή του δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, το 1,5-2% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει ψηλαφητό μονήρη όζο, με αναλογία ανδρών – γυναικών 1:5.

 

 

Η διάγνωση ξεκινάει με το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό. Ιδιαίτερη σημασία έχουν: η ηλικία, ο πόνος στον τράχηλο και βράγχος φωνής η πρόσφατη κύηση, η απότομη εμφάνιση ενός ογκιδίου ή η ραγδαία αύξηση του μεγέθους ενός γνωστού προϋπάρχοντος όζου, η έκθεση στην ακτινοβολία και η ύπαρξη οικογενειακού προσώπου με καρκίνο του θυρεοειδούς. Τα χαρακτηριστικά που έχουν μεγάλη σημασία κατά την ψηλάφηση ενός όζου του θυρεοειδούς είναι η σκληρή σύσταση του, η καθήλωση στην τραχεία και φυσικά η ψηλάφηση διογκωμένων λεμφαδένων στον τράχηλο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η διάγνωση θα πρέπει να γίνει μεταξύ της απλής αιμορραγικής κύστης, του καλοήθους αδενωματώδους όζο, του προεξέχοντος όζου μιας πολυοζώδους βρογχοκήλης, της θυρεοειδίτιδας, και του καρκινώματος του θυρεοειδούς.

Για την εξακρίβωση της ταυτότητας του θυρεοειδικού όζου ακολουθείται εργαστηριακός έλεγχος που συμπεριλαμβάνει:
1.- προσδιορισμό της λειτουργίας του αδένος (θυρεοειδικές ορμόνες και αντισώματα).

2.- απεικόνιση της μορφολογίας του όζου (υπερηχογράφημα – σπινθηρογράφημα).
3.- κυτταρολογική εξέταση με λεπτή βελόνη.

Το υπερηχογράφημα αποτελεί μια προσιτή, ασφαλή και ιδιαίτερα διαδεδομένη μέθοδο για τη μελέτη του θυρεοειδούς αδένος. Όταν εκτελείται η εξέταση υπό ιδανικές συνθήκες με κατάλληλο μηχάνημα και από καταρτισμένους ακτινολόγους, η ικανότητα της μεθόδου είναι πολύ μεγάλη (ανίχνευση όζου της τάξεως του 1χιλ.). Τα χαρακτηριστικά ενός όζου του θυρεοειδούς που δύνανται να μελετηθούν υπερηχοτομογραφικά είναι το μέγεθος, η σύσταση, η παρουσία και η υφή της άλω, η παρουσία επασβεστώσεων, η ηχογένεια και η αγγείωση του θυρεοειδικού όζου. Είναι επίσης εφικτή η ανίχνευση των τραχηλικών λεμφαδένων καθώς και ο χαρακτηρισμός αυτών (αντιδραστικοί ή νεοπλασματικοί).

Οι όζοι του θυρεοειδούς μπορεί να έχουν κυστική, συμπαγή ή μικτή ηχοσύσταση. Οι «κυστικοί» όζοι κατά κανόνα αποτελούν συνέπεια καλοήθων δυσλειτουργικών φαινομένων. Ο «μικτός» όζος μπορεί να αποτελέσει την απεικόνιση ενός καλοήθους όζου ή ενός θυρεοειδικού καρκινώματος με την ίδια συχνότητα. Ο «συμπαγής» όζος είναι η απεικόνιση ενός τυπικού νεοπλάσματος του θυρεοειδούς και αποτελεί το επίκεντρο της μελέτης του μονήρη όζου προς αποκλεισμό του καρκίνου. Τα μικρά στίγματα ασβεστίου εντός του θυρεοειδικού παρεγχύματος αποτελούν ένα σημαντικό εύρημα υπέρ της κακοήθειας (θηλώδες και μυελοειδές καρκίνωμα) ενώ η παρουσία μεγάλων επασβεστωμένων εστιών και περιφερικές αποτιτανώσεις σαν το κέλυφος του αυγού είναι υπέρ της καλοήθους και χρόνιας νόσου. Η έγχρωμη υπερηχογραφία απεικονίζει την αγγείωση της κάψας και του εσωτερικού του όζου και εκτιμάται συνδυαστικά με την ηχογένεια και την ηχοσύσταση του θυρεοειδικού όζου.

Το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένος απεικονίζει τη λειτουργική κατάσταση (ικανότητα) του όζου, σε σύγκριση με το φυσιολογικό ιστό, καθώς και τη μορφολογία του αδένος συνήθως σε δι-διάστατη εικόνα. Ένας θυρεοειδικός όζος μπορεί να είναι «θερμός», με παθολογικά αυξημένη συγκέντρωση ραδιοφαρμάκου (χαρακτηριστικό του υπερλειτουργούντος ιστού), «ψυχρός» όπου η παθολογική περιοχή δεν συγκεντρώνει καθόλου ή συγκεντρώνει μικρή ποσότητα του ραδιοφαρμάκου, όπως τα κυστικά μορφώματα και οι μη λειτουργικοί όγκοι και «χλιαρός» όπου η παθολογική εστία δε διακρίνεται ευκρινώς ούτε ξεχωρίζει από το υπόλοιπο θυρεοειδικό παρέγχυμα ενώ η λειτουργική δραστηριότητα του είναι παρόμοια με το φυσιολογικό θυρεοειδικό κύτταρο.

Το 80% των «ψυχρών όζων», το 91% των «χλιαρών όζων» και το 96% των «θερμών όζων» είναι καλοήθεις όγκοι του θυρεοειδούς (αδενώματα, αιμορραγίες, κύστες, θυρεοειδίτιδες και άλλα). Συνεπώς το σπινθηρογράφημα που ευρέως χρησιμοποιείται στη διαγνωστική προσέγγιση του μονήρους όζου, ενώ έχει πολύ υψηλή ευαισθησία στην ανίχνευση των μη λειτουργικών όζων (93%-95%), έχει πολύ χαμηλή ειδικότητα στην ανίχνευση του καρκίνου (15%-21%).

Η παρακέντηση και κυτταρολογική εξέταση του όζου (FNA-B) έχει τη δυνατότητα να δώσει διάγνωση κακοήθειας με μεγάλη ακρίβεια και αξιοπιστία. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης για κακοήθεια η αξιοπιστία της εξέτασης είναι χαμηλή. Η τεχνική είναι απλή, ανώδυνη και διεξάγεται με την βοήθεια του υπερηχογραφήματος χρησιμοποιώντας συνήθως λεπτή βελόνα. Το υλικό επιστρώνεται αμέσως και εξετάζεται από ειδικούς κυτταρολόγους.

Οι πιθανές απαντήσεις που προκύπτουν από την κυτταρολογική του μονήρους όζου είναι:
1.- Ανεπαρκές υλικό όταν δεν έχει αναρροφηθεί ικανοποιητικό υλικό προς εξέταση.
2.- Αρνητικό για κακοήθεια σε περιπτώσεις με καλοήθεις όγκους, οζώδη βρογχοκήλη και θυρεοειδίτιδα.
3.- Άτυπο ή ύποπτο σε περιπτώσεις με θυλακιώδες νεόπλασμα η ύποπτα κύτταρα για καρκίνο.
4.-Θετικό για κακοήθεια όταν υπάρχουν κύτταρα με κακοήθεις χαρακτήρες συμβατά με καρκινώματα τύπου: Θηλώδους, Μυελοειδούς, Αναπλαστικού ή Μεταστατικού.
Οι ασθενείς με κυτταρολογική ύποπτη, άτυπη ή θετική για κακοήθεια πρέπει να προχωρήσουν άμεσα στη χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς.